- Κάλχαντα
- Κάλχαςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κάλχανθ' — Κάλχαντα , Κάλχας masc acc sg Κάλχαντι , Κάλχας masc dat sg Κάλχαντε , Κάλχας masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάλχαντ' — Κάλχαντα , Κάλχας masc acc sg Κάλχαντι , Κάλχας masc dat sg Κάλχαντε , Κάλχας masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόψος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός μάντης (Λαπίθης), γενναίος πολεμιστής και επιδέξιος κυνηγός, που θεωρείται ιδρυτής της πόλης της Θεσσαλίας Μοψίου. Ήταν γιος της νύμφης Χλωρίδας και του Άμπυκα. Πήρε μέρος στην Κενταυρομαχία, στο κυνήγι του … Dictionary of Greek
Σαροκηνή — Ορεινός οικισμός (187 κάτ., υψόμ. 500 μ.), στην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κάλχαντα … Dictionary of Greek
Σέλγη — Πόλη της Πισιδίας στη Μικρά Ασία. Κατά την παράδοση, είχε χτιστεί από τον Κάλχαντα ή από Λακεδαιμόνιους άποικους. Έχουν βρεθεί εκεί αργυροί στατήρες του 4ου αι. π.Χ., με επιγραφή στην παμφυλική διάλεκτο, συμμαχικά νομίσματα με την επιγραφή… … Dictionary of Greek
Τυχηρό — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κάλχαντα … Dictionary of Greek